ταχύγλωσσος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τᾰχύγλωσσος''': -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, [[ταχέως]] λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ. | |lstext='''τᾰχύγλωσσος''': -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, [[ταχέως]] λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ταχύγλωσσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μιλά [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ταχυγλωσσία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ταχύγλωσσος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A quick of tongue, talking fast, Hp.Epid.2.6.1, Ruf.Fr.70, etc.
German (Pape)
[Seite 1076] schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύγλωσσος: -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, ταχέως λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταχύγλωσσος, -ον, ΝΑ
αυτός που μιλά γρήγορα
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος
ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ-γλωσσος].