τρίσπαστος: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_16) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίσπαστος''': -ον, [[μηχάνημα]] χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. [[ὄργανον]], τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Ὀρειβάσ. 156, 1. | |lstext='''τρίσπαστος''': -ον, [[μηχάνημα]] χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. [[ὄργανον]], τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Ὀρειβάσ. 156, 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε [[τρία]] τμήματα («τρίσπαστον [[ὄργανον]]» — [[τριπλή]] [[τροχαλία]], Ορειβ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίσπαστον</i><br />[[ονομασία]] χειρουργικού εργαλείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σπαστός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σπάω]] / -<i>ῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>σπαστος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A drawn threefold, τ. ὄργανον a triple pulley, Orib.49.22.1; so trispastos, Vitr.10.2.3; μηχανή Tz.H.2.107.
German (Pape)
[Seite 1148] dreifach gezogen, s. τροχαλία.
Greek (Liddell-Scott)
τρίσπαστος: -ον, μηχάνημα χρησιμεῦον πρὸς τὰς τῶν πλοίων καθολκάς, τρ. ὄργανον, τριπλῆ τροχιλέα, Ὀρειβάσ. 115 ἔκδ. Mai· - οὕτω trispastos, Βιτρούβ. 10. 3· - τὸ τρ., χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Ὀρειβάσ. 156, 1.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» — τριπλή τροχαλία, Ορειβ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον
ονομασία χειρουργικού εργαλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + σπαστός (< σπάω / -ῶ), πρβλ. τετρά-σπαστος].