χιμαιροβάτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χῐμαιροβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, [[αἰγοπόδης]], ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35. | |lstext='''χῐμαιροβάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, [[αἰγοπόδης]], ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(ως [[προσωνυμία]] του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, [[δηλαδή]] γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χίμαιρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[βάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἰγι</i>-[[βάτης]], <i>κυνο</i>-[[βάτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. -τας, ὁ,
A goat-mounter, or goat-footed, of Pan. AP6.35 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1356] ὁ, der auf Ziegenfüßen geht, Pan, Leon. Tar. 34 (VI, 35).
Greek (Liddell-Scott)
χῐμαιροβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ αἰγείοις ποσὶ βαίνων, ὁ πόδας ἔχων αἰγός, αἰγοπόδης, ἐπὶ τοῦ θεοῦ Πανός, Ἀνθολ. Παλατ. 6. 35.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που βατεύει χίμαιρες, δηλαδή γίδες, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πόδια γίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χίμαιρα + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. αἰγι-βάτης, κυνο-βάτης.