σχοινίτης: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(c2)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, lem. [[σχοινῖτις]], von Binsen gemacht, [[καλύβη]], Leon. Tar. 91 (VII, 295).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1057.png Seite 1057]] ὁ, lem. [[σχοινῖτις]], von Binsen gemacht, [[καλύβη]], Leon. Tar. 91 (VII, 295).
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. σχοινῑτις, -ίτιδος, Α<br />κατασκευασμένος από σχοίνους ή από [[βούρλα]], [[σχοίνινος]] («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, lem. σχοινῖτις, von Binsen gemacht, καλύβη, Leon. Tar. 91 (VII, 295).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σχοινῑτις, -ίτιδος, Α
κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].