ταὐτόσημος: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταὐτόσημος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ. | |lstext='''ταὐτόσημος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ταὐτόσημος]], -ον, ΝΜ<br />(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την [[ίδια]] ακριβώς [[σημασία]] με άλλον, [[ταυτοσήμαντος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος, [[απαράλλαχτος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ταυτόσημη [[διακοίνωση]]» — [[διακοίνωση]] που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο [[περιεχόμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταυτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>σημος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of the same signification, Eust.103.23:
German (Pape)
[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ταὐτόσημος, -ον, ΝΜ
(για όρους, λέξεις, εκφράσεις) αυτός που έχει την ίδια ακριβώς σημασία με άλλον, ταυτοσήμαντος
νεοελλ.
1. όμοιος, απαράλλαχτος
2. φρ. «ταυτόσημη διακοίνωση» — διακοίνωση που επιδίδεται από πολλούς πρεσβευτές και έχει το ίδιο περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)- + -σημος (< σῆμα), πρβλ. πολύ-σημος].