τραχηλιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_7)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰχηλιώδης''': -ες, [[σκληροτράχηλος]], Ἐτυμ. Μέγ. 75Ι, 35, ἐν λ. τελχίν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τελχινώδης.
|lstext='''τρᾰχηλιώδης''': -ες, [[σκληροτράχηλος]], Ἐτυμ. Μέγ. 75Ι, 35, ἐν λ. τελχίν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τελχινώδης.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τράχηλος]]<br />([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν) [[ισχυρογνώμονας]], [[πεισματάρης]].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλιώδης Medium diacritics: τραχηλιώδης Low diacritics: τραχηλιώδης Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: trachēliṓdēs Transliteration B: trachēliōdēs Transliteration C: trachiliodis Beta Code: traxhliw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A stiff-necked, EM751.35.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιώδης: -ες, σκληροτράχηλος, Ἐτυμ. Μέγ. 75Ι, 35, ἐν λ. τελχίν, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τελχινώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τράχηλος
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ισχυρογνώμονας, πεισματάρης.