τρικάρηνος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à trois têtes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κάρηνον]]. | |btext=ος, ον :<br />à trois têtes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κάρηνον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[τρεις]] κεφαλές ή κορυφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δı</i>-<i>κάρηνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. τρῐ-κάρᾱνος, ον, poet. for τρικέφαλος,
A three-headed, Πτωΐου κευθμών Pi.Fr.101 (codd. Str., -καράνου Bgk.), cf. Coluth.14, etc.; τ. ὄφις Hdt.9.81.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκάρηνος: [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τρικέφαλος, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., τρ. ὄφις 9. 81.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κάρηνον.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı-κάρηνος].