τρίκλωστος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />filé trois fois ; à triple fil.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κλώθω]]. | |btext=ος, ον :<br />filé trois fois ; à triple fil.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[κλώθω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκλωστος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει κλωστεί [[τρεις]] φορές ή που αποτελείται από [[τρεις]] κλωστές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κλωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[κλώθω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thricespun, three-twisted, of a line, AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1143] dreimal gesponnen, dreidrähtig, Antp. Sid. 17 (VI, 109).
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλωστος: -ον, ὁ τρὶς κλωσθεὶς ἢ ὁ ἐκ τριῶν κλωστῶν ἀποτελούμενος, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
filé trois fois ; à triple fil.
Étymologie: τρίς, κλώθω.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλωστος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει κλωστεί τρεις φορές ή που αποτελείται από τρεις κλωστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλωστός (< κλώθω)].