τρισάναξ: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
(6_4)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισάναξ''': ακτος, τρὶς [[ἄναξ]], [[τρεῖς]] φορὰς [[βασιλεύς]], Ms. ap. Pasin. Codd. Taurin. τ. 1, σ. 356, Εὐστ. Πονημάτ. 166, 92.
|lstext='''τρισάναξ''': ακτος, τρὶς [[ἄναξ]], [[τρεῖς]] φορὰς [[βασιλεύς]], Ms. ap. Pasin. Codd. Taurin. τ. 1, σ. 356, Εὐστ. Πονημάτ. 166, 92.
}}
{{grml
|mltxt=-ακτος, ό, θηλ. [[τρισάνασσα]], Μ<br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]] και [[πραγματικός]] και [[μόνος]] [[βασιλιάς]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ [[τρισάνασσα]]<br />(για τη Θεοτόκο) η μόνη αληθινή [[βασίλισσα]], η [[μητέρα]] του θεού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>, [[ἄναξ]] «[[άρχοντας]], [[βασιλιάς]]»].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισάναξ: ακτος, τρὶς ἄναξ, τρεῖς φορὰς βασιλεύς, Ms. ap. Pasin. Codd. Taurin. τ. 1, σ. 356, Εὐστ. Πονημάτ. 166, 92.

Greek Monolingual

-ακτος, ό, θηλ. τρισάνασσα, Μ
1. ο αληθινός και πραγματικός και μόνος βασιλιάς
2. το θηλ. τρισάνασσα
(για τη Θεοτόκο) η μόνη αληθινή βασίλισσα, η μητέρα του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι, ἄναξ «άρχοντας, βασιλιάς»].