τρισμάκαρ: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(6_5)
 
(42)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρισμάκαρ''': -ᾰρος, ὁ, ἡ, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[μάκαρ]], τρὶς [[μάκαρ]], ὁ [[πάνυ]] [[μακάριος]], Ὀδ. Ζ. 154, 155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1332, Ἀνθ. Π., κλπ.· ― ἡ διῃρημένη γραφὴ τρὶς [[μάκαρ]], ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ἐκ τῆς φράσεως τρὶς μάκαρες καὶ [[τετράκις]], τὸ τοῦ Οὐεργιλίου terque quaterque beati, Ὀδ. Ε. 306· πρβλ. [[τρισκακοδαίμων]].
|lstext='''τρισμάκαρ''': -ᾰρος, ὁ, ἡ, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[μάκαρ]], τρὶς [[μάκαρ]], ὁ [[πάνυ]] [[μακάριος]], Ὀδ. Ζ. 154, 155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1332, Ἀνθ. Π., κλπ.· ― ἡ διῃρημένη γραφὴ τρὶς [[μάκαρ]], ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ἐκ τῆς φράσεως τρὶς μάκαρες καὶ [[τετράκις]], τὸ τοῦ Οὐεργιλίου terque quaterque beati, Ὀδ. Ε. 306· πρβλ. [[τρισκακοδαίμων]].
}}
{{grml
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρισμάκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μάκαρ, τρὶς μάκαρ, ὁ πάνυ μακάριος, Ὀδ. Ζ. 154, 155, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1332, Ἀνθ. Π., κλπ.· ― ἡ διῃρημένη γραφὴ τρὶς μάκαρ, ἰσχυρῶς ὑποστηρίζεται ἐκ τῆς φράσεως τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου terque quaterque beati, Ὀδ. Ε. 306· πρβλ. τρισκακοδαίμων.

Greek Monolingual

-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῡ τοῡ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].