τρῦσις: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(6_9)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῦσις''': ἡ, ([[τρύω]]) τὸ κατατρύχεσθαι, [[καταπόνησις]], [[ἐξάντλησις]], [[κακοπάθεια]], «[[τρῦσις]]· [[νόσος]], [[πόνος]]» Ἡσύχ.
|lstext='''τρῦσις''': ἡ, ([[τρύω]]) τὸ κατατρύχεσθαι, [[καταπόνησις]], [[ἐξάντλησις]], [[κακοπάθεια]], «[[τρῦσις]]· [[νόσος]], [[πόνος]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ύσεως, ἡ, Α [[τρύω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[καταπόνηση]], [[ταλαιπωρία]] ή [[αρρώστια]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦσις Medium diacritics: τρῦσις Low diacritics: τρύσις Capitals: ΤΡΥΣΙΣ
Transliteration A: trŷsis Transliteration B: trysis Transliteration C: trysis Beta Code: tru=sis

English (LSJ)

εως, ἡ, (τρύω)

   A = νόσος, πόνος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦσις: ἡ, (τρύω) τὸ κατατρύχεσθαι, καταπόνησις, ἐξάντλησις, κακοπάθεια, «τρῦσις· νόσος, πόνος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α τρύω
(κατά τον Ησύχ.) καταπόνηση, ταλαιπωρία ή αρρώστια.