τρύφαξ: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(6_4) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρύφαξ''': -ακος, ὁ δεδομένος εἰς τρυφάς, [[τρυφηλός]], φιλάδονοι καὶ τρύφακες Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 250. 22. | |lstext='''τρύφαξ''': -ακος, ὁ δεδομένος εἰς τρυφάς, [[τρυφηλός]], φιλάδονοι καὶ τρύφακες Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 250. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />[[τρυφηλός]], [[μαλθακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τρυφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στόμφ</i>-<i>αξ</i>, <i>χαύν</i>-<i>αξ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A a wanton, debauchee, Hippod. ap. Stob.4.1.95.
German (Pape)
[Seite 1156] ακος, ὁ, ein Schwelger, Hippodam. bei Stob. flor. 43, 94.
Greek (Liddell-Scott)
τρύφαξ: -ακος, ὁ δεδομένος εἰς τρυφάς, τρυφηλός, φιλάδονοι καὶ τρύφακες Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 250. 22.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
τρυφηλός, μαλθακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. στόμφ-αξ, χαύν-αξ)].