τυμπανίτης: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(6_3)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμπᾰνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[τυμπανίας]], Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε [[τυμπανίας]].
|lstext='''τυμπᾰνίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, = [[τυμπανίας]], Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε [[τυμπανίας]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τυμπανίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμπανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνίτης Medium diacritics: τυμπανίτης Low diacritics: τυμπανίτης Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: tympanítēs Transliteration B: tympanitēs Transliteration C: tympanitis Beta Code: tumpani/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A = τυμπανίας 1, Cels.3.21.2, Gal.14.746, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τυμπανίας, Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε τυμπανίας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τυμπανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίτης].