τυμπανίτης

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠμπᾰνῑ́της Medium diacritics: τυμπανίτης Low diacritics: τυμπανίτης Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: tympanítēs Transliteration B: tympanitēs Transliteration C: tympanitis Beta Code: tumpani/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = τυμπανίας 1, Cels.3.21.2, Gal.14.746, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τυμπανίας, Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε τυμπανίας.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τυμπανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίτης].

German (Pape)

ὁ, = τυμπανίας, sp. Med.