Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
Full diacritics: τῠμπᾰνῑ́της | Medium diacritics: τυμπανίτης | Low diacritics: τυμπανίτης | Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΤΗΣ |
Transliteration A: tympanítēs | Transliteration B: tympanitēs | Transliteration C: tympanitis | Beta Code: tumpani/ths |
[ῑ], ου, ὁ, = τυμπανίας 1, Cels.3.21.2, Gal.14.746, Glossaria.
τυμπᾰνίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τυμπανίας, Γαλην. τ. 2, σ. 382, ἴδε τυμπανίας.
ὁ, Α
τυμπανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. -ίτης].
ὁ, = τυμπανίας, sp. Med.