ὑγροφυής: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_7)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑγροφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, [[εὔκαμπτος]], «[[παρθένος]] ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.
|lstext='''ὑγροφυής''': -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, [[εὔκαμπτος]], «[[παρθένος]] ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός ο [[οποίος]] από την [[φύση]] του [[είναι]] [[μαλακός]], [[εύκαμπτος]] («[[παρθένος]] [[ὑγροφυής]] καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑγροφυῶς</i> Α<br />με μαλακή, εύκαμπτη [[σύσταση]] («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]], μέσω ενός ουδ. [[φύος]]), <b>πρβλ.</b> <i>σκληρο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑγροφῠής Medium diacritics: ὑγροφυής Low diacritics: υγροφυής Capitals: ΥΓΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: hygrophyḗs Transliteration B: hygrophyēs Transliteration C: ygrofyis Beta Code: u(grofuh/s

English (LSJ)

ές,

   A soft, supple, παρθένος Sch.Theoc.1.47. Adv. -ῶς, λυγίζεσθαι Aristaenet. 1.1.

German (Pape)

[Seite 1172] ές, von nasser, feuchter Natur, Schol. Theocr. 1, 47; übh. = ὑγρός; adv. ὑγροφυῶς, Aristaen. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροφυής: -ές, (φυὴ) ὁ ὑγρὸς τὴν φυήν, εὔκαμπτος, «παρθένος ὑγροφυὴς καὶ τρυφερὰ» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 47. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀρισταίν. 1. 1.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός ο οποίος από την φύση του είναι μαλακός, εύκαμπτοςπαρθένος ὑγροφυής καὶ τρυφερά», Σχόλ. Θεοκρ.).
επίρρ...
ὑγροφυῶς Α
με μαλακή, εύκαμπτη σύσταση («τὰ ὀστᾱ ὑγροφυῶς λογίζεσθαι», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -φυής (< φύω, φύομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. σκληρο-φυής].