ὑδρωπισμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(6_16)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρωπισμός''': -όν, = [[ὑδρωπίασις]], Cael. Aur. Acut. 1, 14, § 108.
|lstext='''ὑδρωπισμός''': -όν, = [[ὑδρωπίασις]], Cael. Aur. Acut. 1, 14, § 108.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑδρωπισμός]], ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> παθολογική [[κατάσταση]] που οφείλεται στον ύδρωπα<br /><b>2.</b> [[τάση]] για ύδρωπα και για οιδήματα<br /><b>αρχ.</b><br />ύδρωπας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδρωψ]], -<i>ωπος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ισμός</i>].
}}
}}

Revision as of 12:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρωπισμός Medium diacritics: ὑδρωπισμός Low diacritics: υδρωπισμός Capitals: ΥΔΡΩΠΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hydrōpismós Transliteration B: hydrōpismos Transliteration C: ydropismos Beta Code: u(drwpismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ὑδρωπίασις, Asclep. ap. Cael.Aur.CPi.14.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρωπισμός: -όν, = ὑδρωπίασις, Cael. Aur. Acut. 1, 14, § 108.

Greek Monolingual

ο / ὑδρωπισμός, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ.
1. παθολογική κατάσταση που οφείλεται στον ύδρωπα
2. τάση για ύδρωπα και για οιδήματα
αρχ.
ύδρωπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, -ωπος + -ισμός].