φαυλισμός: Difference between revisions
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
(6_14) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαυλισμός''': ὁ, [[ἐξευτελισμός]], [[καταφρόνησις]], Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.). | |lstext='''φαυλισμός''': ὁ, [[ἐξευτελισμός]], [[καταφρόνησις]], Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[φαυλίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[φαυλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., ib. Is.51.7, al.
German (Pape)
[Seite 1259] ὁ, Geringschätzung, Verachtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, καταφρόνησις, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΝΑ΄, 7, κ. ἀλλ.).
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ φαυλίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαυλίζω.