χαρακτηρικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰρακτηρικός''': διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χαρακτηριστικός]], ὃ ἴδε. | |lstext='''χᾰρακτηρικός''': διάφ. γραφ. ἀντὶ [[χαρακτηριστικός]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[χαρακτηριστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χαρακτηρικῶς</i> Α<br />με χαρακτηρικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συντμ. τ. του [[χαρακτηριστικός]], σχηματισμένος από το ουσ. [[χαρακτήρ]], -<i>ῆρος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
A = χαρακτηριστικός (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1336] zum Kratzen od. Eingraben dienend, D. Hal. öfter; adv., Eustath. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρακτηρικός: διάφ. γραφ. ἀντὶ χαρακτηριστικός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
χαρακτηριστικός.
επίρρ...
χαρακτηρικῶς Α
με χαρακτηρικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντμ. τ. του χαρακτηριστικός, σχηματισμένος από το ουσ. χαρακτήρ, -ῆρος].