χορτοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(6_18)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χορτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, μεταφέρων [[χόρτον]], Στράβ. 705· χ. [[ἅμαξα]] Πολύαινος 3. 15.
|lstext='''χορτοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, μεταφέρων [[χόρτον]], Στράβ. 705· χ. [[ἅμαξα]] Πολύαινος 3. 15.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για [[έκταση]] γης) αυτός που παράγει [[χόρτο]] («χωρία χορτοφόρα», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μεταφέρει [[χόρτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορτοφόρος Medium diacritics: χορτοφόρος Low diacritics: χορτοφόρος Capitals: ΧΟΡΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: chortophóros Transliteration B: chortophoros Transliteration C: chortoforos Beta Code: xortofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A carrying fodder, Str.15.1.42; χ. ἅμαξα Polyaen.3.15.    II producing grass, PSI6.579.6 (iii B. C.), Gp.3.11.7.

German (Pape)

[Seite 1367] Gras, Heu, Futter tragend, hervorbringend, – herbeischaffend, zuführend, ἅμαξα Polyaen. 4, 15; Strabo.

Greek (Liddell-Scott)

χορτοφόρος: -ον, ὁ φέρων, μεταφέρων χόρτον, Στράβ. 705· χ. ἅμαξα Πολύαινος 3. 15.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για έκταση γης) αυτός που παράγει χόρτο («χωρία χορτοφόρα», Γεωπ.)
αρχ.
αυτός που μεταφέρει χόρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -φόρος].