αεριοειδής: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />ο όμοιος με αέρα, αυτός που βρίσκεται σε [[αέρια]] [[κατάσταση]], [[λεπτός]], [[αερώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>gazeux</i>].
|mltxt=-ές<br />ο όμοιος με αέρα, αυτός που βρίσκεται σε [[αέρια]] [[κατάσταση]], [[λεπτός]], [[αερώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέριο]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]<br />[[απόδοση]] στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>gazeux</i>].
}}
}}

Revision as of 08:54, 23 December 2018

Greek Monolingual

-ές
ο όμοιος με αέρα, αυτός που βρίσκεται σε αέρια κατάσταση, λεπτός, αερώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + παραγ. κατάλ. -ειδής < είδος
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeux].