αερολιμένας: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] τεχνικών και εμπορικών εγκαταστάσεων αναγκαίων για την [[εκμετάλλευση]] και τη [[διεκπεραίωση]] τών εναέριων μεταφορών<br /><b>2.</b> [[οργανισμός]] επιφορτισμένος με τη [[διαρρύθμιση]], [[εκμετάλλευση]] και [[ανάπτυξη]] ενός τέτοιου συγκροτήματος (η λ. [[είναι]] συνώνυμη με το [[αεροδρόμιο]], [[αλλά]] εννοιολογικά πλατύτερη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>airport</i>, νόθο συνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>air</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>port</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>portus</i> «[[λιμάνι]]»)].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[σύνολο]] τεχνικών και εμπορικών εγκαταστάσεων αναγκαίων για την [[εκμετάλλευση]] και τη [[διεκπεραίωση]] τών εναέριων μεταφορών<br /><b>2.</b> [[οργανισμός]] επιφορτισμένος με τη [[διαρρύθμιση]], [[εκμετάλλευση]] και [[ανάπτυξη]] ενός τέτοιου συγκροτήματος (η λ. [[είναι]] συνώνυμη με το [[αεροδρόμιο]], [[αλλά]] εννοιολογικά πλατύτερη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>airport</i>, νόθο συνθ. <span style="color: red;"><</span> <i>air</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>port</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>portus</i> «[[λιμάνι]]»)].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
1. σύνολο τεχνικών και εμπορικών εγκαταστάσεων αναγκαίων για την εκμετάλλευση και τη διεκπεραίωση τών εναέριων μεταφορών
2. οργανισμός επιφορτισμένος με τη διαρρύθμιση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη ενός τέτοιου συγκροτήματος (η λ. είναι συνώνυμη με το αεροδρόμιο, αλλά εννοιολογικά πλατύτερη).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airport, νόθο συνθ. < air (< αήρ) + port (< λατ. portus «λιμάνι»)].