αερολιμένας

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

ο
1. σύνολο τεχνικών και εμπορικών εγκαταστάσεων αναγκαίων για την εκμετάλλευση και τη διεκπεραίωση τών εναέριων μεταφορών
2. οργανισμός επιφορτισμένος με τη διαρρύθμιση, εκμετάλλευση και ανάπτυξη ενός τέτοιου συγκροτήματος (η λ. είναι συνώνυμη με το αεροδρόμιο, αλλά εννοιολογικά πλατύτερη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airport, νόθο συνθ. < air (< αήρ) + port (< λατ. portus «λιμάνι»)].