αεροδρόμιο
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
Greek Monolingual
το
σύνολο κατασκευών και εγκαταστάσεων που εξυπηρετεί την προσγείωση και απογείωση αεροσκαφών, όχι όμως κατ' ανάγκη και στη διακίνηση επιβατών και εμπορευμάτων
αερολιμένας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές, πρβλ. αγγλ. aerodrome < αέρας + δρόμος ή αεροδρόμος, λ. της Αρχ. Ελλην.].