ακροκεφαλία: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκέφαλος]], <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>acrocephalie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροκεφαλικός]]].
|mltxt=η <b>(Ανθρωπολ.)</b><br />[[δυσμορφία]] που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο [[σχήμα]] της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη [[συνοστέωση]] τών ραφών του κρανίου, [[ιδίως]] της στεφανιαίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακροκέφαλος]], πρβλ. γαλλ. <i>acrocephalie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροκεφαλικός]]].
}}
}}

Revision as of 10:32, 23 December 2018

Greek Monolingual

η (Ανθρωπολ.)
δυσμορφία που χαρακτηρίζεται από οξυκόρυφο σχήμα της κεφαλής, οφειλόμενο σε πρόωρη συνοστέωση τών ραφών του κρανίου, ιδίως της στεφανιαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακροκέφαλος, πρβλ. γαλλ. acrocephalie.
ΠΑΡ. ακροκεφαλικός].