αμνιακός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(3) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[άμνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμνίον]] («ο [[εσώτατος]] [[υμένας]] που περιβάλλει το [[έμβρυο]] [[κατά]] την [[κύηση]]», | |mltxt=-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[άμνιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[ἀμνίον]] («ο [[εσώτατος]] [[υμένας]] που περιβάλλει το [[έμβρυο]] [[κατά]] την [[κύηση]]», πρβλ. [[άμνιο]]), πρβλ. αγγλ. <i>amniac</i>]. | ||
}} | }} |