αεσίφρων: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀεσίφρων]] (-ονος), ον (Α)<br />([[αντί]] του ορθότ. [[ἀασίφρων]]) [[φρενοβλαβής]], [[μωρός]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεσί</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀάω</i> «[[βλάπτω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> ([[φρένες]]) «ο [[βλαμμένος]] στο [[μυαλό]], [[φρενοβλαβής]]» ( | |mltxt=[[ἀεσίφρων]] (-ονος), ον (Α)<br />([[αντί]] του ορθότ. [[ἀασίφρων]]) [[φρενοβλαβής]], [[μωρός]], [[ανόητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀεσί</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀάω</i> «[[βλάπτω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> ([[φρένες]]) «ο [[βλαμμένος]] στο [[μυαλό]], [[φρενοβλαβής]]» (πρβλ. <i>βλαψί</i>-<i>φρων</i>, <i>τερψίμ</i>-<i>βροτος</i>, <i>μεμψί</i>-<i>μοιρος</i> κ. τ. ό, με ρηματικό α' συνθετικό). Ορθότερος (από <i>ἀάω</i> -<i>ἄασα</i>) ο τ. <i>ἀασί</i>-<i>φρων</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀεσίφρων (-ονος), ον (Α)
(αντί του ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί- (< ἀάω «βλάπτω») + -φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί-φρων, τερψίμ-βροτος, μεμψί-μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α' συνθετικό). Ορθότερος (από ἀάω -ἄασα) ο τ. ἀασί-φρων].