ανθόκροκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθόκροκος]], -ον (Α)<br />ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρέκω]] «[[υφαίνω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λινόκροκος]], [[μελάγκροκος]], [[φοινικόκροκος]])].
|mltxt=[[ἀνθόκροκος]], -ον (Α)<br />ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άνθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κροκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρέκω]] «[[υφαίνω]]» (πρβλ. [[λινόκροκος]], [[μελάγκροκος]], [[φοινικόκροκος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀνθόκροκος, -ον (Α)
ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)].