ἀνθόκροκος

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθόκροκος Medium diacritics: ἀνθόκροκος Low diacritics: ανθόκροκος Capitals: ΑΝΘΟΚΡΟΚΟΣ
Transliteration A: anthókrokos Transliteration B: anthokrokos Transliteration C: anthokrokos Beta Code: a)nqo/krokos

English (LSJ)

ἀνθόκροκον, (κρέκω) worked with flowers, πῆναι E.Hec.471 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον bordado con flores πῆναι E.Hec.471.

German (Pape)

[Seite 232] mit buntfarbigem Einschlag, bunt durchwirkt, πῆναι Eur. Hec. 475.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissu de couleurs éclatantes.
Étymologie: ἄνθος, κρόκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθόκροκος: затканный цветами, пестро расшитый (πῆναι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθόκροκος: -ον, (κρέκω) ὁ ποικίλως διυφασμένος, δι’ ἀνθέων, ἢ ὁ κροκοβαφής, ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλουσ’ ἀνθοκρόκοισι πήναις, «ἐν ποικίλαις μετάξαις κροκοβαφέσι» Σχολ. (προηγεῖται ἐν κροκέω πέπλω) Εὐρ. Ἑκ. 471.

Greek Monolingual

ἀνθόκροκος, -ον (Α)
ο υφασμένος με διάφορα σχέδια λουλουδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + -κροκος < κρέκω «υφαίνω» (πρβλ. λινόκροκος, μελάγκροκος, φοινικόκροκος)].

Greek Monotonic

ἀνθόκροκος: -ον (κρέκω), επεξεργασμένος με λουλούδια ή ο ανοιχτόχρωμος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κρέκω
worked with flowers or brightcoloured, Eur.