απόκοιτος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπόκοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κοιμάται [[πλέον]] στο [[σπίτι]] του<br /><b>2.</b> όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτος]] «[[κλίνη]], [[κρεβάτι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[κατάκοιτος]], [[οψίκοιτος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀπόκοιτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν κοιμάται [[πλέον]] στο [[σπίτι]] του<br /><b>2.</b> όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτος]] «[[κλίνη]], [[κρεβάτι]]» (πρβλ. [[κατάκοιτος]], [[οψίκοιτος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].