απόκοιτος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].