Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

απόκοιτος

From LSJ

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

Greek Monolingual

ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].