αντωπός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(5)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντωπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]], αντικρυστά με κάποιον<br /><b>2.</b> όμοιος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό [[μέρος]] του προσώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αγριωπός]], [[αρρενωπός]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀντωπός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]], αντικρυστά με κάποιον<br /><b>2.</b> όμοιος<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό [[μέρος]] του προσώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αντ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» (πρβλ. [[αγριωπός]], [[αρρενωπός]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀντωπός, -όν (Α)
1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρυστά με κάποιον
2. όμοιος
3. φρ. «ὄψεως ἀντωπά» — το μπροστινό μέρος του προσώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + -ωπός < -ωψ, -ωπός < ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. αγριωπός, αρρενωπός κ.ά.)].