Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ασπρειδερός: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -ό<br />αυτός του οποίου το [[χρώμα]] [[είναι]] [[σχεδόν]] άσπρο, ο [[υπόλευκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άσπρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ειδή]], η («[[πρόσωπο]]») <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ερός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[μαυρειδερός]])<br />η [[γραφή]] <i>ασπριδερός</i> δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].
|mltxt=και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -ό<br />αυτός του οποίου το [[χρώμα]] [[είναι]] [[σχεδόν]] άσπρο, ο [[υπόλευκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άσπρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ειδή]], η («[[πρόσωπο]]») <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -<i>ερός</i> (πρβλ. [[μαυρειδερός]])<br />η [[γραφή]] <i>ασπριδερός</i> δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 23 December 2018

Greek Monolingual

και ἀσπρουδερός και ἀσπροδερός, -ή, -ό
αυτός του οποίου το χρώμα είναι σχεδόν άσπρο, ο υπόλευκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + ειδή, η («πρόσωπο») + (κατάλ.) -ερός (πρβλ. μαυρειδερός)
η γραφή ασπριδερός δεν δικαιολογείται ετυμολογικά].