ἀβουκόλητος: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
(big3_1) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[no cuidado]] fig. ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι no me preocupo de ello</i> A.<i>Supp</i>.929. | |dgtxt=-ον<br />[[no cuidado]] fig. ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι no me preocupo de ello</i> A.<i>Supp</i>.929. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀβουκόλητος:''' -ον ([[βουκολέω]]), [[αποίμαντος]], αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (βουκολέω)
A untended: metaph., unheeded, ἀ. τοῦτ’ ἐμῷ φρονήματι A.Supp.929.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne prend pas soin.
Étymologie: ἀ, βουκολέω.
Spanish (DGE)
-ον
no cuidado fig. ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι no me preocupo de ello A.Supp.929.
Greek Monotonic
ἀβουκόλητος: -ον (βουκολέω), αποίμαντος, αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., απαρατήρητος, σε Αισχύλ.