αἰτιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αἰτιάζομαι]] (Α)<br />κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ρ. <i>αἰτιῶμαι</i>]. | |mltxt=[[αἰτιάζομαι]] (Α)<br />κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του ρ. <i>αἰτιῶμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἰτιάζομαι:''' ([[αἰτία]]), Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
only in Pass.,
A to be accused, ἡ πόλις αἰτιάζεται X.HG1.6.5, cf. 12, Anon.Oxy.1012 Fr.14; τιάζετό τινος of a thing, D.C.38.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιάζομαι: παθ., κατηγοροῦμαι, ἡ πόλις αἰτιάζεται, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 5, πρβλ. 12· ᾐτιάζετό τινος, περί τινος πράγματος, Δίων. Κ. 38. 10. Τὸ ἐνεργ. δὲν εὑρίσκεται.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾐτιαζόμην;
être accusé de, acc..
Étymologie: αἰτία.
Greek Monolingual
αἰτιάζομαι (Α)
κατηγορούμαι, ενοχοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αἰτιῶμαι].
Greek Monotonic
αἰτιάζομαι: (αἰτία), Παθ., κατηγορούμαι, σε Ξεν.