ἀκήδευτος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκήδευτος]], -ον) [[κηδεύω]]<br />[[άταφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τον έθαψαν [[χωρίς]] [[κηδεία]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκήδευτος]], -ον) [[κηδεύω]]<br />[[άταφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που τον έθαψαν [[χωρίς]] [[κηδεία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκήδευτος:''' -ον ([[κηδεύω]]), [[άταφος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 17:27, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκήδευτος Medium diacritics: ἀκήδευτος Low diacritics: ακήδευτος Capitals: ΑΚΗΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: akḗdeutos Transliteration B: akēdeutos Transliteration C: akideftos Beta Code: a)kh/deutos

English (LSJ)

ον,

   A unburied, Plu.Per.28, J.AJ6.14.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκήδευτος: -ον, ἄταφος, Πλουτ. Περικλ. 28, Ἰώσηπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κηδεύω.

Spanish (DGE)

-ον
que no recibe honras fúnebres, insepulto προβαλεῖν ἀκήδευτα τὰ σώματα Plu.Per.28, cf. I.AI 6.375.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκήδευτος, -ον) κηδεύω
άταφος
νεοελλ.
αυτός που τον έθαψαν χωρίς κηδεία.

Greek Monotonic

ἀκήδευτος: -ον (κηδεύω), άταφος, σε Πλούτ.