ἀκήδευτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀκήδευτον, unburied, Plu.Per.28, J.AJ6.14.8.
Spanish (DGE)
-ον
que no recibe honras fúnebres, insepulto προβαλεῖν ἀκήδευτα τὰ σώματα Plu.Per.28, cf. I.AI 6.375.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abandonné sans sépulture.
Étymologie: ἀ, κηδεύω.
German (Pape)
unbeerdigt, unbestattet, Plut. Per. 38.
Russian (Dvoretsky)
ἀκήδευτος: Plut. = ἀκήδεστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήδευτος: -ον, ἄταφος, Πλουτ. Περικλ. 28, Ἰώσηπ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκήδευτος, -ον) κηδεύω
άταφος
νεοελλ.
αυτός που τον έθαψαν χωρίς κηδεία.
Greek Monotonic
ἀκήδευτος: -ον (κηδεύω), άταφος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Translations
unburied
German: unbeerdigt, unbegraben; Greek: άταφος, άθαφτος, άθαπτος; Ancient Greek: ἄθαπτος, ἀκήδεστος, ἀκήδευτος, ἀκηδής, ἀκτερέϊστος, ἀτάρχυτος, ἄταφος, ἀτύμβευτος, περιερριμμένος; Italian: insepolto; Latin: insepultus, intumulatus; Manx: gyn oanluckey, neuoanluckit; Spanish: no enterrado, insepulto