ἀκεραύνωτος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκεραύνωτος]], -ον) [[κεραυνῶ]]<br />όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκεραύνωτος]], -ον) [[κεραυνῶ]]<br />όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκεραύνωτος:''' -ον ([[κεραυνόω]]), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not struck by lightning, Luc.J. Tr.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεραύνωτος: -ον, ὁ μὴ πληγεὶς ὑπὸ κεραυνοῦ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀκέραυνος.
Étymologie: ἀ, κεραυνόω.
Spanish (DGE)
-ον no fulminado por el rayo Luc.ITr.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκεραύνωτος, -ον) κεραυνῶ
όποιος δεν έχει χτυπηθεί από κεραυνό.
Greek Monotonic
ἀκεραύνωτος: -ον (κεραυνόω), αυτός που δεν έχει πληγεί από κεραυνό, σε Λουκ.