ἀκροθινιάζομαι: Difference between revisions
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκροθινιάζομαι]] (Α) [[ἀκροθίνιον]]<br />[[διαλέγω]] για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο [[μέρος]] από [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀκροθινιάζομαι]] (Α) [[ἀκροθίνιον]]<br />[[διαλέγω]] για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο [[μέρος]] από [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροθῑνιάζομαι:''' αποθ. (<i>ἀκροθίνια</i>), [[παίρνω]] το καλύτερο [[μέρος]], [[διαλέγω]], [[ξεχωρίζω]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A take the spoils, pick out for oneself, E.HF 476, cf. Dionys.Trag.1:—Act. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 83] als Bestes auserwählen, νύμφας Eur. Herc. F. 470; ἀπαρχάς Ath. IX, 401 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῑνιάζομαι: ἀποθ., λαμβάνω τὰ ἀκροθίνια, λαμβάνω τὸ κάλλιστον μέρος, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
French (Bailly abrégé)
1 choisir comme prémices;
2 offrir comme prémices, sacrifier.
Étymologie: ἀκροθίνιον.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῑνιάζομαι)
• Morfología: [tard. act., Hsch.]
tomar como botín escogido νύμφας E.HF 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1.
Greek Monolingual
ἀκροθινιάζομαι (Α) ἀκροθίνιον
διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι.
Greek Monotonic
ἀκροθῑνιάζομαι: αποθ. (ἀκροθίνια), παίρνω το καλύτερο μέρος, διαλέγω, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.