ἀνασεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(big3_4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ἀνέσσῠτο <i>Il</i>.11.458]<br />[[brotar]], [[saltar]], [[surgir]], [[αἷμα]] <i>Il</i>.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.<i>D</i>.42.441. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [aor. ἀνέσσῠτο <i>Il</i>.11.458]<br />[[brotar]], [[saltar]], [[surgir]], [[αἷμα]] <i>Il</i>.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.<i>D</i>.42.441. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνασεύομαι:''' Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..[[ἀνέσσυτο]], το [[αίμα]] ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Pass., only aor., αἷμα . . ἀνέσσυτο the blood
A sprang forth, spouted up, Il.11.458.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασεύομαι: (ἴδε σεύω), παθ., εὕρηται δὲ μόνον ἐν τῷ συγκεκομ. ἀορ., αἷμα.. ἀνέσσυτο, τὸ αἷμα ἀνεπήδησεν, ἐξώρμησεν, Ἰλ. Λ. 458.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. 3ᵉ sg. ἀνέσσυτο;
jaillir.
Étymologie: ἀνά, σεύω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ἀνέσσῠτο Il.11.458]
brotar, saltar, surgir, αἷμα Il.l.c., ἀνεσσύμενος δὲ θαλάσσης ... Ποσειδάων Nonn.D.42.441.
Greek Monotonic
ἀνασεύομαι: Παθ., μόνο στον συγκεκ. αόρ. βʹ αἶμα..ἀνέσσυτο, το αίμα ανέβλυσε, ξεχύθηκε, σε Ομήρ. Ιλ.