ἀναπληρωτέον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(big3_4) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[hay que llenar]] τοὺς ... διακένους τόπους <i>Gp</i>.9.11.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[satisfacer]] τὴν ἀλήθειαν Plu.<i>Cim</i>.2. | |dgtxt=[[hay que llenar]] τοὺς ... διακένους τόπους <i>Gp</i>.9.11.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[satisfacer]] τὴν ἀλήθειαν Plu.<i>Cim</i>.2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναπληρωτέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει [[κάποιος]] να αναπληρώσει, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must fill up, supply, Plu.Cim.2, Gp.9.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπληρωτέον: ῥηματ. ἐπιθ., πρέπει τις ν’ ἀναπληρώσῃ, Πλουτ. Κίμ. 2.
Spanish (DGE)
hay que llenar τοὺς ... διακένους τόπους Gp.9.11.3
•fig. satisfacer τὴν ἀλήθειαν Plu.Cim.2.
Greek Monotonic
ἀναπληρωτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρεπει κάποιος να αναπληρώσει, σε Πλούτ.