βουκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
(7)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βουκέφαλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλο [[κεφάλι]], ο [[κεφάλας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίθ.</b> [[άλογο]] της Θεσσαλίας με μεγάλο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[βουκέφαλον]].
|mltxt=ο (Α [[βουκέφαλος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλο [[κεφάλι]], ο [[κεφάλας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>επίθ.</b> [[άλογο]] της Θεσσαλίας με μεγάλο [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> το [[βουκέφαλον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουκέφᾰλος:''' -ον ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[κεφάλι]] βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· [[Βουκεφάλας]], γεν. <i>-α</i>, το [[άλογο]] του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκέφᾰλος Medium diacritics: βουκέφαλος Low diacritics: βουκέφαλος Capitals: ΒΟΥΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: bouképhalos Transliteration B: boukephalos Transliteration C: voukefalos Beta Code: bouke/falos

English (LSJ)

ον,

   A bull-headed, epith. of Thessalian horses, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ar.Fr.42, cf. 41.    2 = τρίβολος, Ps.-Dsc. 4.15.    3 βουκέφαλον, τό, = foreg., IG2.736B11, Chron.Lind.C.114.

German (Pape)

[Seite 456] ochsenköpfig, Ar. frg. im E. M. 207, 53, eine Art thessal. Pferde; bes. das Leibpferd Alexanders, in macedon. Form βουκεφάλας, Ar. An. 5, 14, 8; Plut. Alex. 61.

Greek (Liddell-Scott)

βουκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων βοὸς κεφαλήν· ἐπιθ. θεσσαλικῶν τινων ἵππων, τὸν βουκέφαλον καὶ κοππατίαν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 135·- Βουκεφάλας, γεν. -ᾱ, ὁ ἵππος τοῦ μεγάλου Ἀλεξάνδρου, Στράβ. 698, Πλούτ. Ἀλεξ. 61.

Greek Monolingual

ο (Α βουκέφαλος)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, ο κεφάλας
αρχ.
1. επίθ. άλογο της Θεσσαλίας με μεγάλο κεφάλι
2. ως ουσ. το βουκέφαλον.

Greek Monotonic

βουκέφᾰλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει κεφάλι βοδιού· επίθ. των Θεσσαλικών αλόγων, σε Αριστοφ.· Βουκεφάλας, γεν. , το άλογο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε Πλούτ.