ἀστρογείτων: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστρογείτων]], -ον (Α)<br />αυτός που γειτονεύει με τ' άστρα, ο [[πανύψηλος]].
|mltxt=[[ἀστρογείτων]], -ον (Α)<br />αυτός που γειτονεύει με τ' άστρα, ο [[πανύψηλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀστρογείτων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστρογείτων Medium diacritics: ἀστρογείτων Low diacritics: αστρογείτων Capitals: ΑΣΤΡΟΓΕΙΤΩΝ
Transliteration A: astrogeítōn Transliteration B: astrogeitōn Transliteration C: astrogeiton Beta Code: a)strogei/twn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A near the stars, κορυφαί A.Pr.721.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστρογείτων: -ον, γεν. ονος, ὁ γειτνιάζων τοῖς ἀστράσι, ἀστρογείτονας… κορυφὰς Αἰσχύλ. Πρ. 721.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
voisin des astres.
Étymologie: ἄστρον, γείτων.

Spanish (DGE)

-ον gen. -ονος
vecino de las estrellas κορυφαί A.Pr.721, cf. Eust.1390.21.

Greek Monolingual

ἀστρογείτων, -ον (Α)
αυτός που γειτονεύει με τ' άστρα, ο πανύψηλος.

Greek Monotonic

ἀστρογείτων: -ον, γεν. -ονος, αυτός που βρίσκεται κοντά στα αστέρια, σε Αισχύλ.