γαμήλευμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαμήλευμα]], το (Α)<br />[[γάμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γαμήλιος]].
|mltxt=[[γαμήλευμα]], το (Α)<br />[[γάμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[γαμήλιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''γαμήλευμα:''' -ατος, τό ([[γαμέω]]) = [[γάμος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰμήλευμα Medium diacritics: γαμήλευμα Low diacritics: γαμήλευμα Capitals: ΓΑΜΗΛΕΥΜΑ
Transliteration A: gamḗleuma Transliteration B: gamēleuma Transliteration C: gamilevma Beta Code: gamh/leuma

English (LSJ)

τό,

   A = γάμος, A.Ch.624 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 472] τό, Ehe, Aesch. Ch. 616.

Greek (Liddell-Scott)

γαμήλευμα: τό, = γάμος, Αἰσχύλ. Χο. 624.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. γάμος.
Étymologie: γαμήλιος.

Spanish (DGE)

(γᾰμήλευμα) -ματος, τό
bodorrio despect. por esposa de Clitemestra δυσφιλὲς γ. A.Ch.624.

Greek Monolingual

γαμήλευμα, το (Α)
γάμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γαμήλιος.

Greek Monotonic

γαμήλευμα: -ατος, τό (γαμέω) = γάμος, σε Αισχύλ.