διαθεάομαι: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(big3_11) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[examinar con detenimiento]], [[considerar cuidadosamente]] ταῦτα πάντα Pl.<i>Cra</i>.424d, cf. <i>Prt</i>.316a, Gal.10.476, (λόγους) Pl.<i>Ti</i>.59c, ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν X.<i>An</i>.3.1.19, τὰ κατὰ τὸν ἴδιον οἶκον Ph.1.465, τοὺς νοῦς τῶν ἀνθρώπων Philostr.<i>VA</i> 2.30, πρώτην οὖν διαθεῶ μὲν τὴν λύραν Philostr.<i>Im</i>.1.10. | |dgtxt=[[examinar con detenimiento]], [[considerar cuidadosamente]] ταῦτα πάντα Pl.<i>Cra</i>.424d, cf. <i>Prt</i>.316a, Gal.10.476, (λόγους) Pl.<i>Ti</i>.59c, ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν X.<i>An</i>.3.1.19, τὰ κατὰ τὸν ἴδιον οἶκον Ph.1.465, τοὺς νοῦς τῶν ἀνθρώπων Philostr.<i>VA</i> 2.30, πρώτην οὖν διαθεῶ μὲν τὴν λύραν Philostr.<i>Im</i>.1.10. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαθεάομαι:''' μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., [[βλέπω]] μέσα από [[κάτι]], [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., [[διαθεατέον]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A look through, look into, examine, τι Pl.Prt.316a, Cra. 424d; δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν X.An.3.1.19.
German (Pape)
[Seite 578] genau betrachten, Plat. Crat. 424 d; Xen. An. 3, 1, 19.
Greek (Liddell-Scott)
διαθεάομαι: μέλλ. -άσομαι [ᾱ]· ἀποθ.· -βλέπω διὰ μέσου τινός,βλέπω μέσα εἴς τι, ἐξετάζω καλῶς, τι Πλάτ. Πρωτ. 316Α, Κρατ. 424D· δ. ὅσην χώραν ἔχοιεν Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19· -οὕτω ῥημ. ἐπίθ., διαθεατέον λογισμῷ Πλάτ. Πολ. 611C.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
examiner à fond.
Étymologie: διά, θεάομαι.
Spanish (DGE)
examinar con detenimiento, considerar cuidadosamente ταῦτα πάντα Pl.Cra.424d, cf. Prt.316a, Gal.10.476, (λόγους) Pl.Ti.59c, ὅσην μὲν χώραν καὶ οἵαν ἔχοιεν X.An.3.1.19, τὰ κατὰ τὸν ἴδιον οἶκον Ph.1.465, τοὺς νοῦς τῶν ἀνθρώπων Philostr.VA 2.30, πρώτην οὖν διαθεῶ μὲν τὴν λύραν Philostr.Im.1.10.
Greek Monotonic
διαθεάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ., βλέπω μέσα από κάτι, εξετάζω προσεκτικά, σε Πλάτ., Ξεν. — ρημ. επίθ., διαθεατέον, σε Πλάτ.