ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀργυραμοιβικός]], -ή, -όν (Α) [[αργυραμοιβός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό. | |mltxt=[[ἀργυραμοιβικός]], -ή, -όν (Α) [[αργυραμοιβός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῠρᾰμοιβικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] στην [[ανταλλαγή]] δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -[[κῶς]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a money-changer: ἡ-κή (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv.-κῶς Id.Hist.Conscr.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. -κως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le change de l’argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero τράπεζα ἀ. mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
•dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
•subst. ἡ ἀργυραμοιβική la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. -ῶς a la manera de los cambistas ἀ. ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.
Greek Monolingual
ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.
Greek Monotonic
ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.