ἄργιλλος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
(Bailly1_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἄργιλος]].
|btext=<i>c.</i> [[ἄργιλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄργιλλος:''' ή ἄργῑλος, ἡ ([[ἀργός]]), [[λευκό]] [[χρώμα]], το [[χρώμα]] που χρησιμοποιούν οι αγγειοπλάστες, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄργιλλος Medium diacritics: ἄργιλλος Low diacritics: άργιλλος Capitals: ΑΡΓΙΛΛΟΣ
Transliteration A: árgillos Transliteration B: argillos Transliteration C: argillos Beta Code: a)/rgillos

English (LSJ)

or ἄργῑλος (so

   A Ἐφ.Ἀρχ. 1893.31 (Acarn.)), ἡ, (ἀργός A) white clay, potter's earth, Arist.Pr.890a26, Thphr.CP3.20.3, Opp.H. 4.658.

German (Pape)

[Seite 345] od. besser ἄργιλος, ὁ, weißer Thon (also von ἀργός), Töpfererde, argilla, Theophr.; Opp. H. 4, 656.

French (Bailly abrégé)

c. ἄργιλος.

Greek Monotonic

ἄργιλλος: ή ἄργῑλος, ἡ (ἀργός), λευκό χρώμα, το χρώμα που χρησιμοποιούν οι αγγειοπλάστες, σε Αριστ.