διυπνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διυπνίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]].
|mltxt=[[διυπνίζω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διυπνίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ὕπνος]]), [[ξυπνώ]], [[σηκώνω]] από τον ύπνο, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διυπνίζω Medium diacritics: διυπνίζω Low diacritics: διυπνίζω Capitals: ΔΙΥΠΝΙΖΩ
Transliteration A: diupnízō Transliteration B: diupnizō Transliteration C: diypnizo Beta Code: diupni/zw

English (LSJ)

(ὕπνος)

   A awake from sleep, trans., Ael.NA7.46: intr., Luc.Ocyp.108:—Pass., Diocl.Fr.141, J.AJ5.10.4 (v. l.), Zos.Alch. p.117 B., AP9.378 (Pall.): but,    II fall asleep, Simp. in Ph. 1258.25.

Greek (Liddell-Scott)

διυπνίζω: (ὕπνος) ἐξεγείρω ἐξ ὕπνου, μεταβ., Αἰλ. π. Ζ. 7. 45· ἀμεταβ., Λουκ. Ὠκύπ. 108· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ., Ἀνθ. Π. 9. 378.

French (Bailly abrégé)

1 éveiller;
2 s’éveiller.
Étymologie: διά, ὑπνίζω.

Spanish (DGE)

1 despertar αὐτόν Ael.NA 7.46, τὸν θυρωρόν Aesop.268, τοὺς θῆρας Eutecnius C.Par.10.20, τὸν Ὀδυσσέα καθεύδοντα μὴ διυπνίσαντες Sch.Od.13.119, cf. Hierocl.Facet.56, 124
fig. ref. al sueño del alma caída en la tentación τοὺς οὕτω καθεύδοντας Euagr.Pont.Sch.Ec.35.31.
2 intr. despertarse ἔπειτα νυκτὸς διυπνίσας Luc.Ocyp.108
en v. med.-pas. διυπνισθέντα δὲ μὴ εὐθὺς ἀνίστασθαι Diocl.Fr.141, φοβηθεὶς διυπνίσθην Zos.Alch.Comm.Gen.10.41, cf. 11.46, ὃς δὲ διυπνισθεὶς μετέβη AP 9.378 (Pall.), ἐκεῖνος δὲ διυπνισθεὶς σὺν ἡδονῇ Aesop.28, cf. 307
quedarse dormido τοῦ γὰρ διυπνισθῆναι αἰτία ἡ τῆς τροφῆς πέψις Simp.in Ph.1258.25
permanecer despierto, alerta, A.Andr.Gr.50.18.

Greek Monolingual

διυπνίζω (AM)
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. κοιμάμαι.

Greek Monotonic

διυπνίζω: μέλ. -σω (ὕπνος), ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, σε Λουκ.