ἐνοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62
(big3_15)
(4)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tes. perf. part. plu. dat. ἐνοικοδομεικόντεσσι <i>Schwyzer</i> 614.45 (Falana II a.C.)]<br />arq.<br /><b class="num">1</b> [[construir o erigir una construcción sobre o dentro de otra]] κἀν τοῖς προθύροις ἐνοικοδομήσοι πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ [[δικαστηρίδιον]] Ar.<i>V</i>.802, πύργους en la muralla, D.S.14.7, cf. 11.21, en v. pas. πλίνθοι ... ἐνοικοδ[ομε̄́θɛ̄σαν] hε͂ι τε̄̀ν ἄκατο[ν] καθε͂λκον <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.386.159 (V a.C.), πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην κακῶς ... διελόντες Th.6.51, cf. Polyaen.1.40.4, τῷ ἱερῷ καὶ ταῖς οἰκίαις ταῖς ἐνῳκοδομημέναις <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2499.6 (IV a.C.), τὸ οἴκημα τὸ ἐνοικοδομημένον <i>FD</i> 1.358.9 (III a.C.), οὔτε ἐπάλξεων ἐνῳκοδομημένων almenas sobre las murallas, Paus.4.20.7, ἀπὸ τῶν ἐνῳκοδομημένων ἰκρίων Ph.<i>Mech</i>.80.36, πύλαι δὲ ἐνοικοδομοῦνται ... καθ' ἕκαστον τοῦ περιβόλου κλίμα I.<i>BI</i> 3.81<br /><b class="num">•</b>[[empotrar]], [[incrustar]] en una construcción, en v. pas. ἐν τοῖς τοίχοις ἐνοικοδομεῖσθαι τὰ κρανία τῶν ἐλεφάντων D.Chr.79.4, πρόσωπόν ἐστίν οἱ μόνον ἐνῳκοδομημένον τοίχῳ Paus.1.2.5, cf. Hsch.s.u. ἐνκατελέγησαν<br /><b class="num">•</b>fig. en v. med. [[fabricarse uno para sí]] στιβάδας ἐνῳκοδόμητο Luc.<i>VH</i> 1.33.<br /><b class="num">2</b> gener. [[construir]], [[edificar en]] ciu. o lugares naturales ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ (νήσῳ) πύργον ἐνοικοδομήσαντες Th.3.51, τὸ ἐν τῇ Λακωνικῇ τείχισμα ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν Th.8.4, φρούριον Plb.3.22.13, τὰ δικαστήρια Plu.<i>Tim</i>.22, en v. pas. τὸ ἐν τῇ Μιλήτῳ ἐνῳκοδομημένον ... φρούριον Th.8.84, ὁρᾶτε ... τὸ πεδίον ... καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα Aeschin.3.119, εἴ τι ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ ... ἐνῳκοδομημένον ἐστί si en esta tierra se ha edificado algo</i>, <i>ICr</i>.3.4.10.95 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τεῖχος ἐνοικοδομήσασθαι construirse una muralla</i>, fortificarse</i> Th.3.85<br /><b class="num">•</b>[[erigir]], [[levantar]] en v. pas. στήλη ... πρὸς τοῖς δεδηλωμένοις τόποις ἐνοικοδομηθησομένη <i>IFayoum</i> 116.33 (I a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[tapiar]], [[bloquear]], [[cegar con una construcción]] τὸ μέγα θύρωμα <i>CID</i> 2.62.21 (IV a.C.), τὴν θύραν <i>ID</i> 199A.49, cf. 316.111 (ambas III a.C.), τὰς θύρας τῶν οἰκιῶν <i>PPetr</i>.2.12.1.12 (III a.C.), τὴν [[εἴσοδον]] D.S.11.45, Apollod.2.5.1, τὴν θυρίδα δὲ ἀφανίσαι τὰ μὲν αὐτῆς λίθῳ ἐνοικοδομήσαντα en una tumba, Arr.<i>An</i>.6.29.10, en v. pas. τῆς ἐνῳκοδομημένης φάραγγος ἤγγισεν D.S.3.37, θυρώμασιν ... ἃ μὲν ἐνοικοδόμηται, ἃ δὲ ἄθυρά ἐστιν <i>SEG</i> 18.343.12 (Tasos I a./d.C.).
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [tes. perf. part. plu. dat. ἐνοικοδομεικόντεσσι <i>Schwyzer</i> 614.45 (Falana II a.C.)]<br />arq.<br /><b class="num">1</b> [[construir o erigir una construcción sobre o dentro de otra]] κἀν τοῖς προθύροις ἐνοικοδομήσοι πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ [[δικαστηρίδιον]] Ar.<i>V</i>.802, πύργους en la muralla, D.S.14.7, cf. 11.21, en v. pas. πλίνθοι ... ἐνοικοδ[ομε̄́θɛ̄σαν] hε͂ι τε̄̀ν ἄκατο[ν] καθε͂λκον <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.386.159 (V a.C.), πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην κακῶς ... διελόντες Th.6.51, cf. Polyaen.1.40.4, τῷ ἱερῷ καὶ ταῖς οἰκίαις ταῖς ἐνῳκοδομημέναις <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.2499.6 (IV a.C.), τὸ οἴκημα τὸ ἐνοικοδομημένον <i>FD</i> 1.358.9 (III a.C.), οὔτε ἐπάλξεων ἐνῳκοδομημένων almenas sobre las murallas, Paus.4.20.7, ἀπὸ τῶν ἐνῳκοδομημένων ἰκρίων Ph.<i>Mech</i>.80.36, πύλαι δὲ ἐνοικοδομοῦνται ... καθ' ἕκαστον τοῦ περιβόλου κλίμα I.<i>BI</i> 3.81<br /><b class="num">•</b>[[empotrar]], [[incrustar]] en una construcción, en v. pas. ἐν τοῖς τοίχοις ἐνοικοδομεῖσθαι τὰ κρανία τῶν ἐλεφάντων D.Chr.79.4, πρόσωπόν ἐστίν οἱ μόνον ἐνῳκοδομημένον τοίχῳ Paus.1.2.5, cf. Hsch.s.u. ἐνκατελέγησαν<br /><b class="num">•</b>fig. en v. med. [[fabricarse uno para sí]] στιβάδας ἐνῳκοδόμητο Luc.<i>VH</i> 1.33.<br /><b class="num">2</b> gener. [[construir]], [[edificar en]] ciu. o lugares naturales ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ (νήσῳ) πύργον ἐνοικοδομήσαντες Th.3.51, τὸ ἐν τῇ Λακωνικῇ τείχισμα ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν Th.8.4, φρούριον Plb.3.22.13, τὰ δικαστήρια Plu.<i>Tim</i>.22, en v. pas. τὸ ἐν τῇ Μιλήτῳ ἐνῳκοδομημένον ... φρούριον Th.8.84, ὁρᾶτε ... τὸ πεδίον ... καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα Aeschin.3.119, εἴ τι ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ ... ἐνῳκοδομημένον ἐστί si en esta tierra se ha edificado algo</i>, <i>ICr</i>.3.4.10.95 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τεῖχος ἐνοικοδομήσασθαι construirse una muralla</i>, fortificarse</i> Th.3.85<br /><b class="num">•</b>[[erigir]], [[levantar]] en v. pas. στήλη ... πρὸς τοῖς δεδηλωμένοις τόποις ἐνοικοδομηθησομένη <i>IFayoum</i> 116.33 (I a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[tapiar]], [[bloquear]], [[cegar con una construcción]] τὸ μέγα θύρωμα <i>CID</i> 2.62.21 (IV a.C.), τὴν θύραν <i>ID</i> 199A.49, cf. 316.111 (ambas III a.C.), τὰς θύρας τῶν οἰκιῶν <i>PPetr</i>.2.12.1.12 (III a.C.), τὴν [[εἴσοδον]] D.S.11.45, Apollod.2.5.1, τὴν θυρίδα δὲ ἀφανίσαι τὰ μὲν αὐτῆς λίθῳ ἐνοικοδομήσαντα en una tumba, Arr.<i>An</i>.6.29.10, en v. pas. τῆς ἐνῳκοδομημένης φάραγγος ἤγγισεν D.S.3.37, θυρώμασιν ... ἃ μὲν ἐνοικοδόμηται, ἃ δὲ ἄθυρά ἐστιν <i>SEG</i> 18.343.12 (Tasos I a./d.C.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[κτίζω]], [[οικοδομώ]] σε ένα [[μέρος]], σε Θουκ. — Μέσ., ἐν. [[τεῖχος]], κτίζοντας [[εκεί]] ένα [[φρούριο]] μόνοι τους, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οικοδομώ]], [[κλείνω]] με τοίχο, [[περιτειχίζω]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 849] 1) darin, darauf bauen; αὐτῇ πύργον Thuc. 3, 51; 8, 84 τὸ ἐν Μιλήτῳ ἐνῳκοδομημένον φρούριον; Sp., wie Pol. 3, 22, 13 Plut. Timol. 22. – Auch med., τεῖχος, sich verschanzen, Thuc. 3, 85; στιβάδας, sich Lager bereiten, Luc. V. Hist. 1, 33. – 21 verbauen, versperren, εἴσοδον, φάραγγα, D. Sic. 11, 21. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικοδομέω: κτίζω, οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ τῇ νήσῳ, πύργον ἐνοικοδομήσαντες, οἱ Μεγαρεῖς φρουρίῳ Θουκ. 3. 51˙ καὶ τό τε ἐν τῇ Λακωνικῇ τείχισμα ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν ὁ αὐτ. 8. 4: - Παθ., ὁ αὐτ. 8. 84: - Μέσ., τεῖχος ἐνοικοδομησάμενοι, οἰκοδομήσαντες ἐκεῖ τεῖχος δι’ ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 85. ΙΙ. κλείω διὰ τοίχου, πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην Θουκ. 6. 51, πρβλ. Διόδ. 3. 37.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐνοικοδομήσω, ao. ἐνῳκοδόμησα, pf. ἐνῳκοδόμηκα;
1 bâtir dans;
2 bâtir par devant, fermer par une construction, acc.;
Moy. ἐνοικοδομέομαι-οῦμαι construire pour soi, acc..
Étymologie: ἐν, οἰκοδομέω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tes. perf. part. plu. dat. ἐνοικοδομεικόντεσσι Schwyzer 614.45 (Falana II a.C.)]
arq.
1 construir o erigir una construcción sobre o dentro de otra κἀν τοῖς προθύροις ἐνοικοδομήσοι πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ δικαστηρίδιον Ar.V.802, πύργους en la muralla, D.S.14.7, cf. 11.21, en v. pas. πλίνθοι ... ἐνοικοδ[ομε̄́θɛ̄σαν] hε͂ι τε̄̀ν ἄκατο[ν] καθε͂λκον IG 13.386.159 (V a.C.), πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην κακῶς ... διελόντες Th.6.51, cf. Polyaen.1.40.4, τῷ ἱερῷ καὶ ταῖς οἰκίαις ταῖς ἐνῳκοδομημέναις IG 22.2499.6 (IV a.C.), τὸ οἴκημα τὸ ἐνοικοδομημένον FD 1.358.9 (III a.C.), οὔτε ἐπάλξεων ἐνῳκοδομημένων almenas sobre las murallas, Paus.4.20.7, ἀπὸ τῶν ἐνῳκοδομημένων ἰκρίων Ph.Mech.80.36, πύλαι δὲ ἐνοικοδομοῦνται ... καθ' ἕκαστον τοῦ περιβόλου κλίμα I.BI 3.81
empotrar, incrustar en una construcción, en v. pas. ἐν τοῖς τοίχοις ἐνοικοδομεῖσθαι τὰ κρανία τῶν ἐλεφάντων D.Chr.79.4, πρόσωπόν ἐστίν οἱ μόνον ἐνῳκοδομημένον τοίχῳ Paus.1.2.5, cf. Hsch.s.u. ἐνκατελέγησαν
fig. en v. med. fabricarse uno para sí στιβάδας ἐνῳκοδόμητο Luc.VH 1.33.
2 gener. construir, edificar en ciu. o lugares naturales ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ (νήσῳ) πύργον ἐνοικοδομήσαντες Th.3.51, τὸ ἐν τῇ Λακωνικῇ τείχισμα ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν Th.8.4, φρούριον Plb.3.22.13, τὰ δικαστήρια Plu.Tim.22, en v. pas. τὸ ἐν τῇ Μιλήτῳ ἐνῳκοδομημένον ... φρούριον Th.8.84, ὁρᾶτε ... τὸ πεδίον ... καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα Aeschin.3.119, εἴ τι ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ ... ἐνῳκοδομημένον ἐστί si en esta tierra se ha edificado algo, ICr.3.4.10.95 (II a.C.)
tb. en v. med. τεῖχος ἐνοικοδομήσασθαι construirse una muralla, fortificarse Th.3.85
erigir, levantar en v. pas. στήλη ... πρὸς τοῖς δεδηλωμένοις τόποις ἐνοικοδομηθησομένη IFayoum 116.33 (I a.C.).
3 tapiar, bloquear, cegar con una construcción τὸ μέγα θύρωμα CID 2.62.21 (IV a.C.), τὴν θύραν ID 199A.49, cf. 316.111 (ambas III a.C.), τὰς θύρας τῶν οἰκιῶν PPetr.2.12.1.12 (III a.C.), τὴν εἴσοδον D.S.11.45, Apollod.2.5.1, τὴν θυρίδα δὲ ἀφανίσαι τὰ μὲν αὐτῆς λίθῳ ἐνοικοδομήσαντα en una tumba, Arr.An.6.29.10, en v. pas. τῆς ἐνῳκοδομημένης φάραγγος ἤγγισεν D.S.3.37, θυρώμασιν ... ἃ μὲν ἐνοικοδόμηται, ἃ δὲ ἄθυρά ἐστιν SEG 18.343.12 (Tasos I a./d.C.).

Greek Monotonic

ἐνοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. κτίζω, οικοδομώ σε ένα μέρος, σε Θουκ. — Μέσ., ἐν. τεῖχος, κτίζοντας εκεί ένα φρούριο μόνοι τους, στον ίδ.
II. οικοδομώ, κλείνω με τοίχο, περιτειχίζω, στον ίδ.