δικαστηρίδιον

From LSJ

πρὸ τῆς φύσεως ἥκειν εἰς θάνατον → die before the natural term, die before one's time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαστηρίδιον Medium diacritics: δικαστηρίδιον Low diacritics: δικαστηρίδιον Capitals: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: dikastērídion Transliteration B: dikastēridion Transliteration C: dikastiridion Beta Code: dikasthri/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of δικαστήριον, Ar. V. 803.

Spanish (DGE)

(δῐκαστηρίδιον) -ου, τό cóm. pequeño tribunal Ar.V.803.

German (Pape)

[Seite 628] τό, ein Gerichtshöfchen, Ar. Vesp. 803. Dim. von

Russian (Dvoretsky)

δῐκαστηρίδιον: (ρῑ) τό ирон. крошечный суд Arph.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαστηρίδιον: [ρῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ δικαστήριον, Ἀριστοφ. Σφ. 803.

Greek Monolingual

δικαστηρίδιον, το (Α) δικαστήριον
δικαστήριο για γέλια, ασήμαντο δικαστήριο.

Greek Monotonic

δῐκαστηρίδιον: [ρῑ], τό, υποκορ. του δικαστήριον, σε Αριστοφ.