δυσάνεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσάνεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], ο [[αφόρητος]].
|mltxt=[[δυσάνεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], ο [[αφόρητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσάνεκτος:''' -ον, = [[δυσανάσχετος]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάνεκτος Medium diacritics: δυσάνεκτος Low diacritics: δυσάνεκτος Capitals: ΔΥΣΑΝΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dysánektos Transliteration B: dysanektos Transliteration C: dysanektos Beta Code: dusa/nektos

English (LSJ)

ον,

   A = δυσανάσχετος 1, interpol. in X.Mem.2.2.8, cf. Gal.7.181. Adv. -τως Poll.3.130.

German (Pape)

[Seite 675] = δυσανάσχετος, Xen. Mem. 2, 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος Ι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícilmente soportable ὀδύνη Gal.1.181, cf. Stob.4.25.54.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable Poll.3.130.

Greek Monolingual

δυσάνεκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ο αφόρητος.

Greek Monotonic

δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος, σε Ξεν.