δυσάνεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσάνεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], ο [[αφόρητος]]. | |mltxt=[[δυσάνεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα γίνεται [[ανεκτός]], ο [[αφόρητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δυσάνεκτος:''' -ον, = [[δυσανάσχετος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = δυσανάσχετος 1, interpol. in X.Mem.2.2.8, cf. Gal.7.181. Adv. -τως Poll.3.130.
German (Pape)
[Seite 675] = δυσανάσχετος, Xen. Mem. 2, 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος Ι, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícilmente soportable ὀδύνη Gal.1.181, cf. Stob.4.25.54.
2 adv. -ως en forma difícilmente soportable Poll.3.130.
Greek Monolingual
δυσάνεκτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα γίνεται ανεκτός, ο αφόρητος.
Greek Monotonic
δυσάνεκτος: -ον, = δυσανάσχετος, σε Ξεν.